- κορύσσετο
- κορύσσωfurnish with a helmetimperf ind mp 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κορύσσω — (Α) [κόρυς] 1. οπλίζω κάποιον με κράνος, με περικεφαλαία, ετοιμάζω για πόλεμο, εξοπλίζω («Αἴας δὲ κορύσσετο νώροπι χαλκῷ», Ομ. Ιλ.) 2. προτρέπω για πόλεμο («κορύσσουσα κλόνον ἀνδρών», Ησίοδ.) 3. διευθετώ, παρασκευάζω, οργανώνω («βίον κορυσσέμεν… … Dictionary of Greek